- νυφοστόλι
- το (Μ νυμφοστόλι)νεοελλ.1. στολισμός τής νύφης ως μέρος τής προετοιμασίας για την τελετή τού γάμου2. η ενδυμασία και τα στολίδια τής νύφης στο σύνολο τους3. ο στολισμένος τοίχος τής αίθουσας κοντά στον οποίο στέκονται κατά την τελετή τού γάμου η νύφη και ο γαμπρός4. φρ. «ντύθηκε το νυφοστόλι» — λέγεται για γυναίκα μεγάλης ηλικίας που ντύνεται επιδεικτικάμσν.γαμήλια πομπή.[ΕΤΥΜΟΛ. < νυμφοστόλι(ον), υποκορ. τού νυμφοστόλος].
Dictionary of Greek. 2013.